αμετροέπειας
Greek
Noun
αμετροέπειας • (ametroépeias) f
- Genitive singular form of αμετροέπεια (ametroépeia).
单词 | αμετροέπειας |
释义 | αμετροέπειας |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。