αμετατόπιστος
Greek
Adjective
αμετατόπιστος • (ametatópistos) m (feminine αμετατόπιστη, neuter αμετατόπιστο)
- immovable, immoveable
Declension
declension of αμετατόπιστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμετατόπιστος | αμετατόπιστη | αμετατόπιστο | αμετατόπιστοι | αμετατόπιστες | αμετατόπιστα |
genitive | αμετατόπιστου | αμετατόπιστης | αμετατόπιστου | αμετατόπιστων | αμετατόπιστων | αμετατόπιστων |
accusative | αμετατόπιστο | αμετατόπιστη | αμετατόπιστο | αμετατόπιστους | αμετατόπιστες | αμετατόπιστα |
vocative | αμετατόπιστε | αμετατόπιστη | αμετατόπιστο | αμετατόπιστοι | αμετατόπιστες | αμετατόπιστα |
Synonyms
- αμετασάλευτος (ametasáleftos, “immovable, irremovable”)