αμεταπούλητος
Greek
Adjective
αμεταπούλητος • (ametapoúlitos) m (feminine αμεταπούλητη, neuter αμεταπούλητο)
- not resold, not for resale, not to be resold
Declension
declension of αμεταπούλητος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμεταπούλητος | αμεταπούλητη | αμεταπούλητο | αμεταπούλητοι | αμεταπούλητες | αμεταπούλητα |
genitive | αμεταπούλητου | αμεταπούλητης | αμεταπούλητου | αμεταπούλητων | αμεταπούλητων | αμεταπούλητων |
accusative | αμεταπούλητο | αμεταπούλητη | αμεταπούλητο | αμεταπούλητους | αμεταπούλητες | αμεταπούλητα |
vocative | αμεταπούλητε | αμεταπούλητη | αμεταπούλητο | αμεταπούλητοι | αμεταπούλητες | αμεταπούλητα |
Related terms
- απούλητος (apoúlitos, “unsold”)
- μεταπουλώ (metapouló, “to resell”)