请输入您要查询的单词:
单词
αμβύκων
释义
αμβύκων
Greek
Noun
αμβύκων
•
(
amvýkon
)
m
Genitive
singular
form of
άμβυκας
(
ámvykas
)
.
随便看
ανεμαντλίες
ανεμαντλιών
ανεμελιά
ανεμελιάς
ανεμελιές
ανεμελιών
ανεμικά
ανεμικές
ανεμική
ανεμικής
ανεμικού
ανεμικό
ανεμικών
ανεμισμάτων
ανεμιστήρα
ανεμιστήρας
ανεμιστήρες
ανεμιστήρων
ανεμοβλογιά
ανεμοβλογιάς
ανεμοβρόχι
ανεμοβρόχια
ανεμογγάστρι
ανεμογγάστρια
ανεμογεννήτρια
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/11/5 18:51:13