αμάντριστος
Greek
Adjective
αμάντριστος • (amántristos) m (feminine αμάντριστη, neuter αμάντριστο)
- Alternative form of αμάντρωτος (amántrotos)
Declension
declension of αμάντριστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμάντριστος | αμάντριστη | αμάντριστο | αμάντριστοι | αμάντριστες | αμάντριστα |
genitive | αμάντριστου | αμάντριστης | αμάντριστου | αμάντριστων | αμάντριστων | αμάντριστων |
accusative | αμάντριστο | αμάντριστη | αμάντριστο | αμάντριστους | αμάντριστες | αμάντριστα |
vocative | αμάντριστε | αμάντριστη | αμάντριστο | αμάντριστοι | αμάντριστες | αμάντριστα |