αλητοτουρίστας
Greek
Noun
αλητοτουρίστας • (alitotourístas) m (plural αλητοτουρίστες, feminine αλητοτουρίστρια)
- scruffy tourist with little money
Declension
declension of αλητοτουρίστας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλητοτουρίστας • | αλητοτουρίστες • |
genitive | αλητοτουρίστα • | αλητοτουριστών • |
accusative | αλητοτουρίστα • | αλητοτουρίστες • |
vocative | αλητοτουρίστα • | αλητοτουρίστες • |
Related terms
- see: τουρίστας m (tourístas, “tourisτ”)
Further reading
Τουρισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el