αλειτούργητος
Greek
Adjective
αλειτούργητος • (aleitoúrgitos) m (feminine αλειτούργητη, neuter αλειτούργητο)
- (Christianity) unconsecrated, unblessed, unused
- (Christianity) uncommunicated (having not attended mass or taken communion)
Declension
declension of αλειτούργητος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλειτούργητος | αλειτούργητη | αλειτούργητο | αλειτούργητοι | αλειτούργητες | αλειτούργητα |
genitive | αλειτούργητου | αλειτούργητης | αλειτούργητου | αλειτούργητων | αλειτούργητων | αλειτούργητων |
accusative | αλειτούργητο | αλειτούργητη | αλειτούργητο | αλειτούργητους | αλειτούργητες | αλειτούργητα |
vocative | αλειτούργητε | αλειτούργητη | αλειτούργητο | αλειτούργητοι | αλειτούργητες | αλειτούργητα |
Related terms
- see: λειτουργία f (leitourgía, “liturgy, function”)