αλειμματοκεριού
Greek
Noun
αλειμματοκεριού • (aleimmatokerioú) n
- Genitive singular form of αλειμματοκέρι (aleimmatokéri).
单词 | αλειμματοκεριού |
释义 | αλειμματοκεριού |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。