αλαφυραγώγητος
Greek
Adjective
αλαφυραγώγητος • (alafyragógitos) m (feminine αλαφυραγώγητη, neuter αλαφυραγώγητο)
- unlooted, unplundered
Declension
declension of αλαφυραγώγητος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλαφυραγώγητος | αλαφυραγώγητη | αλαφυραγώγητο | αλαφυραγώγητοι | αλαφυραγώγητες | αλαφυραγώγητα |
genitive | αλαφυραγώγητου | αλαφυραγώγητης | αλαφυραγώγητου | αλαφυραγώγητων | αλαφυραγώγητων | αλαφυραγώγητων |
accusative | αλαφυραγώγητο | αλαφυραγώγητη | αλαφυραγώγητο | αλαφυραγώγητους | αλαφυραγώγητες | αλαφυραγώγητα |
vocative | αλαφυραγώγητε | αλαφυραγώγητη | αλαφυραγώγητο | αλαφυραγώγητοι | αλαφυραγώγητες | αλαφυραγώγητα |
Synonyms
- see: ασύλητος (asýlitos)