请输入您要查询的单词:
单词
ακτίδας
释义
ακτίδας
Greek
Noun
ακτίδας
•
(
aktídas
)
f
Genitive
singular
form of
ακτίδα
(
aktída
)
.
随便看
ασβεστοκαμίνους
ασβεστοκαμίνων
ασβεστοκονίαμα
ασβεστοκονιάματα
ασβεστοκονιάματος
ασβεστοκονιαμάτων
ασβεστολίθου
ασβεστολίθους
ασβεστολίθων
ασβεστόλιθε
ασβεστόλιθο
ασβεστόλιθοι
ασβεστόλιθος
ασβεστόλιθου
ασβεστόλιθους
ασβεστόλιθων
ασβεστόνερο
ασβεστόνερου
ασβεστών
ασβοί
ασβού
ασβούς
ασβό
ασβός
ασβών
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/11/6 7:21:58