ακροβατισμό
Greek
Noun
ακροβατισμό • (akrovatismó) m
- Accusative singular form of ακροβατισμός (akrovatismós).
单词 | ακροβατισμό |
释义 | ακροβατισμό |
随便看 |
|
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。