ακουμπισμάτων
Greek
Noun
ακουμπισμάτων • (akoumpismáton) n
- Genitive plural form of ακούμπισμα (akoúmpisma).
单词 | ακουμπισμάτων |
释义 | ακουμπισμάτων |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。