ακοστολόγητος
Greek
Adjective
ακοστολόγητος • (akostológitos) m (feminine ακοστολόγητη, neuter ακοστολόγητο)
- uncosted, unestimated (for price), unpriced
Declension
declension of ακοστολόγητος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακοστολόγητος | ακοστολόγητη | ακοστολόγητο | ακοστολόγητοι | ακοστολόγητες | ακοστολόγητα |
genitive | ακοστολόγητου | ακοστολόγητης | ακοστολόγητου | ακοστολόγητων | ακοστολόγητων | ακοστολόγητων |
accusative | ακοστολόγητο | ακοστολόγητη | ακοστολόγητο | ακοστολόγητους | ακοστολόγητες | ακοστολόγητα |
vocative | ακοστολόγητε | ακοστολόγητη | ακοστολόγητο | ακοστολόγητοι | ακοστολόγητες | ακοστολόγητα |