ακαταστάλαχτος
Greek
Alternative forms
- ακαταστάλακτος (akatastálaktos)
Adjective
ακαταστάλαχτος • (akatastálachtos) m (feminine ακαταστάλαχτη, neuter ακαταστάλαχτο)
- undecided, not settled
Declension
declension of ακαταστάλαχτος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακαταστάλαχτος | ακαταστάλαχτη | ακαταστάλαχτο | ακαταστάλαχτοι | ακαταστάλαχτες | ακαταστάλαχτα |
genitive | ακαταστάλαχτου | ακαταστάλαχτης | ακαταστάλαχτου | ακαταστάλαχτων | ακαταστάλαχτων | ακαταστάλαχτων |
accusative | ακαταστάλαχτο | ακαταστάλαχτη | ακαταστάλαχτο | ακαταστάλαχτους | ακαταστάλαχτες | ακαταστάλαχτα |
vocative | ακαταστάλαχτε | ακαταστάλαχτη | ακαταστάλαχτο | ακαταστάλαχτοι | ακαταστάλαχτες | ακαταστάλαχτα |