ακαταπόντιστος
Greek
Adjective
ακαταπόντιστος • (akatapóntistos) m (feminine ακαταπόντιστη, neuter ακαταπόντιστο)
- floating, afloat
- unsinkable
Declension
declension of ακαταπόντιστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακαταπόντιστος | ακαταπόντιστη | ακαταπόντιστο | ακαταπόντιστοι | ακαταπόντιστες | ακαταπόντιστα |
genitive | ακαταπόντιστου | ακαταπόντιστης | ακαταπόντιστου | ακαταπόντιστων | ακαταπόντιστων | ακαταπόντιστων |
accusative | ακαταπόντιστο | ακαταπόντιστη | ακαταπόντιστο | ακαταπόντιστους | ακαταπόντιστες | ακαταπόντιστα |
vocative | ακαταπόντιστε | ακαταπόντιστη | ακαταπόντιστο | ακαταπόντιστοι | ακαταπόντιστες | ακαταπόντιστα |