ακαταπόνητος
Greek
Adjective
ακαταπόνητος • (akatapónitos) m (feminine ακαταπόνητη, neuter ακαταπόνητο)
- tireless, indefatigable
Declension
declension of ακαταπόνητος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακαταπόνητος | ακαταπόνητη | ακαταπόνητο | ακαταπόνητοι | ακαταπόνητες | ακαταπόνητα |
genitive | ακαταπόνητου | ακαταπόνητης | ακαταπόνητου | ακαταπόνητων | ακαταπόνητων | ακαταπόνητων |
accusative | ακαταπόνητο | ακαταπόνητη | ακαταπόνητο | ακαταπόνητους | ακαταπόνητες | ακαταπόνητα |
vocative | ακαταπόνητε | ακαταπόνητη | ακαταπόνητο | ακαταπόνητοι | ακαταπόνητες | ακαταπόνητα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο ακαταπόνητος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο ακαταπόνητος (o pio akatapónitos), etc.) |
See also
- ακατάπαυστος (akatápafstos, “unceasing”)