ακατάκριτος
Greek
Adjective
ακατάκριτος • (akatákritos) m (feminine ακατάκριτη, neuter ακατάκριτο)
- blameless
- uncriticised (UK), uncriticized (US)
Declension
declension of ακατάκριτος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακατάκριτος | ακατάκριτη | ακατάκριτο | ακατάκριτοι | ακατάκριτες | ακατάκριτα |
genitive | ακατάκριτου | ακατάκριτης | ακατάκριτου | ακατάκριτων | ακατάκριτων | ακατάκριτων |
accusative | ακατάκριτο | ακατάκριτη | ακατάκριτο | ακατάκριτους | ακατάκριτες | ακατάκριτα |
vocative | ακατάκριτε | ακατάκριτη | ακατάκριτο | ακατάκριτοι | ακατάκριτες | ακατάκριτα |
Synonyms
- (blameless): ακατηγόρητος (akatigóritos)