ακατάγγελτος
Greek
Adjective
ακατάγγελτος • (akatángeltos) m (feminine ακατάγγελτη, neuter ακατάγγελτο)
- (law) unsued, unaccused
Declension
declension of ακατάγγελτος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακατάγγελτος | ακατάγγελτη | ακατάγγελτο | ακατάγγελτοι | ακατάγγελτες | ακατάγγελτα |
genitive | ακατάγγελτου | ακατάγγελτης | ακατάγγελτου | ακατάγγελτων | ακατάγγελτων | ακατάγγελτων |
accusative | ακατάγγελτο | ακατάγγελτη | ακατάγγελτο | ακατάγγελτους | ακατάγγελτες | ακατάγγελτα |
vocative | ακατάγγελτε | ακατάγγελτη | ακατάγγελτο | ακατάγγελτοι | ακατάγγελτες | ακατάγγελτα |