ακίνητη περιουσία
Greek
Etymology
ἀκίνητος (akínētos, “fixed”) + περιουσία (periousía, “wealth”)
Noun
ακίνητη περιουσία • (akíniti periousía) f (plural ακίνητες περιουσίες)
- real estate
Declension
- see: ακίνητη (akíniti) and περιουσία (periousía)