请输入您要查询的单词:
单词
ακέριου
释义
ακέριου
Greek
Adjective
ακέριου
•
(
akériou
)
Genitive
singular
masculine and neuter
form of
ακέριος
(
akérios
)
.
随便看
αντρικής
αντρικοί
αντρικού
αντρικούς
αντρικό
αντρικός
αντρικών
αντρογυναίκα
αντρογυναίκας
αντρογυναίκες
αντρογυναικών
αντρογύνου
αντρογύνων
αντροκάλεσα
αντροκαλέστηκα
αντροκαλιέμαι
αντροκαλώ
αντροκρατήθηκα
αντροκρατούμαι
αντρομίδα
αντρομίδας
αντρομίδες
αντρομίδων
αντροπαρέα
αντροπαρέας
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/7 5:58:18