请输入您要查询的单词:

 

单词 αιχμαλωτίζω
释义

αιχμαλωτίζω

Greek

Verb

αιχμαλωτίζω (aichmalotízo) (simple past αιχμαλώτισα, passive αιχμαλωτίζομαι)

  1. capture, take prisoner
  2. (figuratively) captivate, fascinate
    Η μουσική αυτή αιχμαλωτίζει τον ακροατή.I mousikí aftí aichmalotízei ton akroatí.This music captivates the listener.

Conjugation

Synonyms

  • (captivate): σαγηνεύω (saginévo)
  • αιχμαλωσία f (aichmalosía, captivity)
  • αιχμαλωτισμός m (aichmalotismós, capture)
  • αιχμάλωτος (aichmálotos, captured, enslaved)
随便看

 

国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。

 

Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号 更新时间:2024/11/6 5:23:09