αιχμαλωτίζω
Greek
Verb
αιχμαλωτίζω • (aichmalotízo) (simple past αιχμαλώτισα, passive αιχμαλωτίζομαι)
- capture, take prisoner
- (figuratively) captivate, fascinate
- Η μουσική αυτή αιχμαλωτίζει τον ακροατή. ― I mousikí aftí aichmalotízei ton akroatí. ― This music captivates the listener.
Conjugation
αιχμαλωτίζω αιχμαλωτίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αιχμαλωτίζω | αιχμαλωτίσω | αιχμαλωτίζομαι | αιχμαλωτιστώ |
2 sg | αιχμαλωτίζεις | αιχμαλωτίσεις | αιχμαλωτίζεσαι | αιχμαλωτιστείς |
3 sg | αιχμαλωτίζει | αιχμαλωτίσει | αιχμαλωτίζεται | αιχμαλωτιστεί |
1 pl | αιχμαλωτίζουμε, [‑ομε] | αιχμαλωτίσουμε, [‑ομε] | αιχμαλωτιζόμαστε | αιχμαλωτιστούμε |
2 pl | αιχμαλωτίζετε | αιχμαλωτίσετε | αιχμαλωτίζεστε, αιχμαλωτιζόσαστε | αιχμαλωτιστείτε |
3 pl | αιχμαλωτίζουν(ε) | αιχμαλωτίσουν(ε) | αιχμαλωτίζονται | αιχμαλωτιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αιχμαλώτιζα | αιχμαλώτισα | αιχμαλωτιζόμουν(α) | αιχμαλωτίστηκα |
2 sg | αιχμαλώτιζες | αιχμαλώτισες | αιχμαλωτιζόσουν(α) | αιχμαλωτίστηκες |
3 sg | αιχμαλώτιζε | αιχμαλώτισε | αιχμαλωτιζόταν(ε) | αιχμαλωτίστηκε |
1 pl | αιχμαλωτίζαμε | αιχμαλωτίσαμε | αιχμαλωτιζόμασταν, (‑όμαστε) | αιχμαλωτιστήκαμε |
2 pl | αιχμαλωτίζατε | αιχμαλωτίσατε | αιχμαλωτιζόσασταν, (‑όσαστε) | αιχμαλωτιστήκατε |
3 pl | αιχμαλώτιζαν, αιχμαλωτίζαν(ε) | αιχμαλώτισαν, αιχμαλωτίσαν(ε) | αιχμαλωτίζονταν, (αιχμαλωτιζόντουσαν) | αιχμαλωτίστηκαν, αιχμαλωτιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αιχμαλωτίζω ➤ | θα αιχμαλωτίσω ➤ | θα αιχμαλωτίζομαι ➤ | θα αιχμαλωτιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αιχμαλωτίζεις, … | θα αιχμαλωτίσεις, … | θα αιχμαλωτίζεσαι, … | θα αιχμαλωτιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αιχμαλωτίσει έχω, έχεις, … αιχμαλωτίζμένο, ‑η, ‑ο ➤ | έχω, έχεις, … αιχμαλωτιστεί είμαι, είσαι, … αιχμαλωτίζμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αιχμαλωτίσει είχα, είχες, … αιχμαλωτίζμένο, ‑η, ‑ο | είχα, είχες, … αιχμαλωτιστεί ήμουν, ήσουν, … αιχμαλωτίζμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αιχμαλωτίσει θα έχω, θα έχεις, … αιχμαλωτίζμένο, ‑η, ‑ο | θα έχω, θα έχεις, … αιχμαλωτιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αιχμαλωτίζμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αιχμαλώτιζε | αιχμαλώτισε | — | αιχμαλωτίσου |
2 pl | αιχμαλωτίζετε | αιχμαλωτίστε | αιχμαλωτίζεστε | αιχμαλωτιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αιχμαλωτίζοντας ➤ | αιχμαλωτισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αιχμαλωτίσει ➤ | αιχμαλωτίζμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αιχμαλωτίσει | αιχμαλωτιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs | • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- (captivate): σαγηνεύω (saginévo)
Related terms
- αιχμαλωσία f (aichmalosía, “captivity”)
- αιχμαλωτισμός m (aichmalotismós, “capture”)
- αιχμάλωτος (aichmálotos, “captured, enslaved”)