αισθητικότητα
Greek
Etymology
αισθητικός (aisthitikós, “aesthetic, related to feeling”) + -ότητα (-ótita, “-ty, -ness”). First attested 1816.
Noun
αισθητικότητα • (aisthitikótita) f (uncountable)
- aestheticity (sensitive to beauty)
- sensitiveness (sensitive on the skin)
Declension
αισθητικότητα
case \\ number | singular |
---|---|
nominative | αισθητικότητα • |
genitive | αισθητικότητας • |
accusative | αισθητικότητα • |
vocative | αισθητικότητα • |
Synonyms
- ευαισθησία (evaisthisía)
Related terms
- see: αισθητική f (aisthitikí, “aethetics”)