αισθηματισμό
Greek
Noun
αισθηματισμό • (aisthimatismó) m
- Accusative singular form of αισθηματισμός (aisthimatismós).
单词 | αισθηματισμό |
释义 | αισθηματισμό |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。