请输入您要查询的单词:
单词
αιρέσεων
释义
αιρέσεων
Greek
Noun
αιρέσεων
•
(
airéseon
)
f
Genitive
plural
form of
αίρεση
(
aíresi
)
.
随便看
αναγεννημένος
αναγεννησιακή
αναγεννησιακοί
αναγεννησιακό
αναγεννησιακός
αναγεννητές
αναγεννητή
αναγεννητής
αναγεννητικός
αναγεννητριών
αναγεννητών
αναγεννιέμαι
αναγεννώ
αναγεννώμαι
αναγερτός
αναγιγνώσκω
αναγκάζομαι
αναγκάζομε
αναγκάζουμε
αναγκάζω
αναγκάσθηκα
αναγκάστηκα
αναγκαία
αναγκαία κακά
αναγκαίας
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/9 7:43:04