αιθέριο έλαιο
Greek
Noun
αιθέριο έλαιο • (aithério élaio) n (plural αιθέρια έλαια)
- essential oil
Further reading
αιθέριο έλαιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
单词 | αιθέριο έλαιο |
释义 | αιθέριο έλαιο |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。