αιδοιολείκτης
Greek
Noun
αιδοιολείκτης • (aidoioleíktis) m (plural αιδοιολείκτες)
- cunnilinguist
Declension
declension of αιδοιολείκτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιδοιολείκτης • | αιδοιολείκτες • |
genitive | αιδοιολείκτη • | αιδοιολεικτών • |
accusative | αιδοιολείκτη • | αιδοιολείκτες • |
vocative | αιδοιολείκτη • | αιδοιολείκτες • |
Related terms
- αιδοιολειξία f (aidoioleixía, “cunnilingus”)