αιδεσιμοτάτου
See also: αιδεσιμότατου
Greek
Noun
αιδεσιμοτάτου • (aidesimotátou) m
- Genitive singular form of αιδεσιμότατος (aidesimótatos).
单词 | αιδεσιμοτάτου |
释义 | αιδεσιμοτάτουSee also: αιδεσιμότατου |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。