请输入您要查询的单词:
单词
αιγοβοσκού
释义
αιγοβοσκού
Greek
Noun
αιγοβοσκού
•
(
aigovoskoú
)
m
Genitive
singular
form of
αιγοβοσκός
(
aigovoskós
)
.
随便看
κρατερὴ
κρατερὴν
κρατερὸν
κρατερὸς
κρατερῆς
κρατερῇ
κρατερῶνυξ
κρατερῶς
κρατερῷ
κρατεῖν
κρατηθώ
κρατητήριο
κρατιέμαι
κρατικοποίησα
κρατικοποίηση
κρατικοποιήθηκα
κρατικοποιούμαι
κρατικοποιώ
κρατικός
κρατιστής
κρατουμένη
κρατούμενη
κρατούμενος
κρατοῦντές
κρατοῦντες
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 9:04:20