αθυμιάτιστος
Greek
Adjective
αθυμιάτιστος • (athymiátistos) m (feminine αθυμιάτιστη, neuter αθυμιάτιστο)
- (religion) uncensed
- (by extension) having not been to church
Declension
declension of αθυμιάτιστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αθυμιάτιστος | αθυμιάτιστη | αθυμιάτιστο | αθυμιάτιστοι | αθυμιάτιστες | αθυμιάτιστα |
genitive | αθυμιάτιστου | αθυμιάτιστης | αθυμιάτιστου | αθυμιάτιστων | αθυμιάτιστων | αθυμιάτιστων |
accusative | αθυμιάτιστο | αθυμιάτιστη | αθυμιάτιστο | αθυμιάτιστους | αθυμιάτιστες | αθυμιάτιστα |
vocative | αθυμιάτιστε | αθυμιάτιστη | αθυμιάτιστο | αθυμιάτιστοι | αθυμιάτιστες | αθυμιάτιστα |
Synonyms
- αλιβάνιστος (alivánistos)
Related terms
- θυμιατίζω (thymiatízo, “to cense, to burn incense”)