αθρυμμάτιστος
Greek
Adjective
αθρυμμάτιστος • (athrymmátistos) m (feminine αθρυμμάτιστη, neuter αθρυμμάτιστο)
- unbroken, unshattered, not smashed
- unbreakable
Declension
declension of αθρυμμάτιστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αθρυμμάτιστος | αθρυμμάτιστη | αθρυμμάτιστο | αθρυμμάτιστοι | αθρυμμάτιστες | αθρυμμάτιστα |
genitive | αθρυμμάτιστου | αθρυμμάτιστης | αθρυμμάτιστου | αθρυμμάτιστων | αθρυμμάτιστων | αθρυμμάτιστων |
accusative | αθρυμμάτιστο | αθρυμμάτιστη | αθρυμμάτιστο | αθρυμμάτιστους | αθρυμμάτιστες | αθρυμμάτιστα |
vocative | αθρυμμάτιστε | αθρυμμάτιστη | αθρυμμάτιστο | αθρυμμάτιστοι | αθρυμμάτιστες | αθρυμμάτιστα |
Antonyms
- σπασμένος (spasménos, “broken”)
Related terms
- θρυμματίζω (thrymmatízo, “to shatter”)