αθλητικός
See also: ἀθλητικός
Greek
Adjective
αθλητικός • (athlitikós) m (feminine αθλητική, neuter αθλητικό)
- athletic, sport (related to athletics and sport)
- athletic (physically well developed)
Declension
declension of αθλητικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αθλητικός | αθλητική | αθλητικό | αθλητικοί | αθλητικές | αθλητικά |
genitive | αθλητικού | αθλητικής | αθλητικού | αθλητικών | αθλητικών | αθλητικών |
accusative | αθλητικό | αθλητική | αθλητικό | αθλητικούς | αθλητικές | αθλητικά |
vocative | αθλητικέ | αθλητική | αθλητικό | αθλητικοί | αθλητικές | αθλητικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αθλητικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αθλητικός (o pio athlitikós), etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αθλητικότερος | αθλητικότερη | αθλητικότερο | αθλητικότεροι | αθλητικότερες | αθλητικότερα |
genitive | αθλητικότερου | αθλητικότερης | αθλητικότερου | αθλητικότερων | αθλητικότερων | αθλητικότερων |
accusative | αθλητικότερο | αθλητικότερη | αθλητικότερο | αθλητικότερους | αθλητικότερες | αθλητικότερα |
vocative | αθλητικότερε | αθλητικότερη | αθλητικότερο | αθλητικότεροι | αθλητικότερες | αθλητικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αθλητικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αθλητικότατος | αθλητικότατη | αθλητικότατο | αθλητικότατοι | αθλητικότατες | αθλητικότατα |
genitive | αθλητικότατου | αθλητικότατης | αθλητικότατου | αθλητικότατων | αθλητικότατων | αθλητικότατων |
accusative | αθλητικότατο | αθλητικότατη | αθλητικότατο | αθλητικότατους | αθλητικότατες | αθλητικότατα |
vocative | αθλητικότατε | αθλητικότατη | αθλητικότατο | αθλητικότατοι | αθλητικότατες | αθλητικότατα |
Synonyms
- (abbreviation) αθλ. (athl.)
- (abbreviation) αθλητ. (athlit.)
Related terms
- Α.Π.Ο. m (A.P.O., “Athletic Football Club”)
- αθλητικό πνεύμα n (athlitikó pnévma, “sportsmanship, sporting spirit”)
- and see: άθλημα n (áthlima, “sport”)