αθλητιατρικός
Greek
Adjective
αθλητιατρικός • (athlitiatrikós) m (feminine αθλητιατρική, neuter αθλητιατρικό)
- (medicine, sports) relating to sports medicine
Declension
declension of αθλητιατρικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αθλητιατρικός | αθλητιατρική | αθλητιατρικό | αθλητιατρικοί | αθλητιατρικές | αθλητιατρικά |
genitive | αθλητιατρικού | αθλητιατρικής | αθλητιατρικού | αθλητιατρικών | αθλητιατρικών | αθλητιατρικών |
accusative | αθλητιατρικό | αθλητιατρική | αθλητιατρικό | αθλητιατρικούς | αθλητιατρικές | αθλητιατρικά |
vocative | αθλητιατρικέ | αθλητιατρική | αθλητιατρικό | αθλητιατρικοί | αθλητιατρικές | αθλητιατρικά |
Related terms
- see: αθλητιατρική f (athlitiatrikí, “sports medicine”)