αθεάτριστος
Greek
Adjective
αθεάτριστος • (atheátristos) m (feminine αθεάτριστη, neuter αθεάτριστο)
- not theatregoing, ignorant of the theatre, untheatrical
Declension
declension of αθεάτριστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αθεάτριστος | αθεάτριστη | αθεάτριστο | αθεάτριστοι | αθεάτριστες | αθεάτριστα |
genitive | αθεάτριστου | αθεάτριστης | αθεάτριστου | αθεάτριστων | αθεάτριστων | αθεάτριστων |
accusative | αθεάτριστο | αθεάτριστη | αθεάτριστο | αθεάτριστους | αθεάτριστες | αθεάτριστα |
vocative | αθεάτριστε | αθεάτριστη | αθεάτριστο | αθεάτριστοι | αθεάτριστες | αθεάτριστα |
Related terms
- θέατρο (théatro)