请输入您要查询的单词:

 

单词 αεροπορικός
释义

αεροπορικός

Greek

Adjective

αεροπορικός (aeroporikós) m (feminine αεροπορική, neuter αεροπορικό)

  1. air, aerial (connected with aviation)
    αεροπορική βάση (air base)
    αεροπορικός χάρτης (air-letter)
    αεροπορικός βομβαρδισμός (aerial bombardment)

Declension

  • αεροπορική εταιρεία f (aeroporikí etaireía, airline company)
  • αεροπλάνο n (aeropláno, aeroplane)
  • αεροπορικώς (aeroporikós, by air)
  • and see: αερο- (aero-)
随便看

 

国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。

 

Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号 更新时间:2024/11/5 17:24:51