αεροναυπηγών
Greek
Noun
αεροναυπηγών • (aeronafpigón) m, f
- Genitive plural form of αεροναυπηγός (aeronafpigós).
单词 | αεροναυπηγών |
释义 | αεροναυπηγών |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。