αεροκινητήρας
Greek
Noun
αεροκινητήρας • (aerokinitíras) m (plural αεροκινητήρες)
- aero engine, aircraft engine
Declension
declension of αεροκινητήρας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αεροκινητήρας • | αεροκινητήρες • |
genitive | αεροκινητήρα • | αεροκινητήρων • |
accusative | αεροκινητήρα • | αεροκινητήρες • |
vocative | αεροκινητήρα • | αεροκινητήρες • |
Related terms
- κινητήρας m (kinitíras, “aircraft engine”)
- αεροκίνητος (aerokínitos, “airborne, air driven”)
- and see: κινώ (kinó, “to move”)