αεράγημα
Greek
Etymology
αερ- (aer-, “air”) + άγημα (ágima, “detachment”)
Noun
αεράγημα • (aerágima) n (plural αεραγήματα)
- group of airborne troops, airborne detachment
Declension
declension of αεράγημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αεράγημα • | αεραγήματα • |
genitive | αεραγήματος • | αεραγημάτων • |
accusative | αεράγημα • | αεραγήματα • |
vocative | αεράγημα • | αεραγήματα • |
See also
- αλεξιπτωτιστής m (alexiptotistís, “paratrooper”)