αδυνατισμένος
Greek
Participle
αδυνατισμένος • (adynatisménos) m (feminine αδυνατισμένη, neuter αδυνατισμένο)
- perfect passive participle of αδυνατίζω (adynatízo)
单词 | αδυνατισμένος |
释义 | αδυνατισμένος |
随便看 |
|
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。