αδολίευτος
Greek
Adjective
αδολίευτος • (adolíeftos) m (feminine αδολίευτη, neuter αδολίευτο)
- unfraudulent, honest
- guileless
Declension
declension of αδολίευτος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδολίευτος | αδολίευτη | αδολίευτο | αδολίευτοι | αδολίευτες | αδολίευτα |
genitive | αδολίευτου | αδολίευτης | αδολίευτου | αδολίευτων | αδολίευτων | αδολίευτων |
accusative | αδολίευτο | αδολίευτη | αδολίευτο | αδολίευτους | αδολίευτες | αδολίευτα |
vocative | αδολίευτε | αδολίευτη | αδολίευτο | αδολίευτοι | αδολίευτες | αδολίευτα |
Synonyms
- άδολος (ádolos)