αδογμάτιστος
Greek
Adjective
αδογμάτιστος • (adogmátistos) m (feminine αδογμάτιστη, neuter αδογμάτιστος)
- undogmatic, open-minded
Declension
declension of αδογμάτιστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδογμάτιστος | αδογμάτιστη | αδογμάτιστο | αδογμάτιστοι | αδογμάτιστες | αδογμάτιστα |
genitive | αδογμάτιστου | αδογμάτιστης | αδογμάτιστου | αδογμάτιστων | αδογμάτιστων | αδογμάτιστων |
accusative | αδογμάτιστο | αδογμάτιστη | αδογμάτιστο | αδογμάτιστους | αδογμάτιστες | αδογμάτιστα |
vocative | αδογμάτιστε | αδογμάτιστη | αδογμάτιστο | αδογμάτιστοι | αδογμάτιστες | αδογμάτιστα |