αδιατήρητος
Greek
Adjective
αδιατήρητος • (adiatíritos) m (feminine αδιατήρητη, neuter αδιατήρητο)
- neglected, uncared-for
- unpreservable
Declension
declension of αδιατήρητος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιατήρητος | αδιατήρητη | αδιατήρητο | αδιατήρητοι | αδιατήρητες | αδιατήρητα |
genitive | αδιατήρητου | αδιατήρητης | αδιατήρητου | αδιατήρητων | αδιατήρητων | αδιατήρητων |
accusative | αδιατήρητο | αδιατήρητη | αδιατήρητο | αδιατήρητους | αδιατήρητες | αδιατήρητα |
vocative | αδιατήρητε | αδιατήρητη | αδιατήρητο | αδιατήρητοι | αδιατήρητες | αδιατήρητα |