αδιαπραγμάτευτος
Greek
Adjective
αδιαπραγμάτευτος • (adiapragmáteftos) m (feminine αδιαπραγμάτευτη, neuter αδιαπραγμάτευτο)
- not negotiable, unnegotiable
Declension
declension of αδιαπραγμάτευτος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιαπραγμάτευτος | αδιαπραγμάτευτη | αδιαπραγμάτευτο | αδιαπραγμάτευτοι | αδιαπραγμάτευτες | αδιαπραγμάτευτα |
genitive | αδιαπραγμάτευτου | αδιαπραγμάτευτης | αδιαπραγμάτευτου | αδιαπραγμάτευτων | αδιαπραγμάτευτων | αδιαπραγμάτευτων |
accusative | αδιαπραγμάτευτο | αδιαπραγμάτευτη | αδιαπραγμάτευτο | αδιαπραγμάτευτους | αδιαπραγμάτευτες | αδιαπραγμάτευτα |
vocative | αδιαπραγμάτευτε | αδιαπραγμάτευτη | αδιαπραγμάτευτο | αδιαπραγμάτευτοι | αδιαπραγμάτευτες | αδιαπραγμάτευτα |
Related terms
- διαπραγματεύσιμος (diapragmatéfsimos, “negotiable”)