αδιαπίστωτος
Greek
Adjective
αδιαπίστωτος • (adiapístotos) m (feminine αδιαπίστωτη, neuter αδιαπίστωτο)
- unascertained
Declension
declension of αδιαπίστωτος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιαπίστωτος | αδιαπίστωτη | αδιαπίστωτο | αδιαπίστωτοι | αδιαπίστωτες | αδιαπίστωτα |
genitive | αδιαπίστωτου | αδιαπίστωτης | αδιαπίστωτου | αδιαπίστωτων | αδιαπίστωτων | αδιαπίστωτων |
accusative | αδιαπίστωτο | αδιαπίστωτη | αδιαπίστωτο | αδιαπίστωτους | αδιαπίστωτες | αδιαπίστωτα |
vocative | αδιαπίστωτε | αδιαπίστωτη | αδιαπίστωτο | αδιαπίστωτοι | αδιαπίστωτες | αδιαπίστωτα |