αδιαβατικός
Greek
Adjective
αδιαβατικός • (adiavatikós) m (feminine αδιαβατική, neuter αδιαβατικό)
- (physics) adiabatic
Declension
declension of αδιαβατικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιαβατικός | αδιαβατική | αδιαβατικό | αδιαβατικοί | αδιαβατικές | αδιαβατικά |
genitive | αδιαβατικού | αδιαβατικής | αδιαβατικού | αδιαβατικών | αδιαβατικών | αδιαβατικών |
accusative | αδιαβατικό | αδιαβατική | αδιαβατικό | αδιαβατικούς | αδιαβατικές | αδιαβατικά |
vocative | αδιαβατικέ | αδιαβατική | αδιαβατικό | αδιαβατικοί | αδιαβατικές | αδιαβατικά |
See also
- αδιάβατος (adiávatos, “impassable”)