αδειασμένος
Greek
Participle
αδειασμένος • (adeiasménos) m (feminine αδειασμένη, neuter αδειασμένο)
- perfect passive participle of αδειάζω (adeiázo)
单词 | αδειασμένος |
释义 | αδειασμένος |
随便看 |
|
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。