αδάνειστος
Greek
Adjective
αδάνειστος • (adáneistos) m (feminine αδάνειστη, neuter αδάνειστο)
- not loanable, unborrowable
- unborrowable, unborrowed
Declension
declension of αδάνειστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδάνειστος | αδάνειστη | αδάνειστο | αδάνειστοι | αδάνειστες | αδάνειστα |
genitive | αδάνειστου | αδάνειστης | αδάνειστου | αδάνειστων | αδάνειστων | αδάνειστων |
accusative | αδάνειστο | αδάνειστη | αδάνειστο | αδάνειστους | αδάνειστες | αδάνειστα |
vocative | αδάνειστε | αδάνειστη | αδάνειστο | αδάνειστοι | αδάνειστες | αδάνειστα |
Related terms
- δάνειο n (dáneio, “loan”)
- δανείζω (daneízo, “to loan”)