αγριοκοίταγμα
Greek
Noun
αγριοκοίταγμα • (agriokoítagma) n (plural αγριοκοιτάγματα)
- glare, scowl (fierce, frowning look)
Declension
declension of αγριοκοίταγμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγριοκοίταγμα • | αγριοκοιτάγματα • |
genitive | αγριοκοιτάγματος • | αγριοκοιταγμάτων • |
accusative | αγριοκοίταγμα • | αγριοκοιτάγματα • |
vocative | αγριοκοίταγμα • | αγριοκοιτάγματα • |
Related terms
- see: αγριοκοιτάζω (agriokoitázo, “to glower”)