αγοράσω
Greek
Verb
αγοράσω • (agoráso)
- 1st person singular dependent form of αγοράζω (agorázo).
- θα αγοράσω (I will buy)
- Τι να αγοράσω; (What to buy?)
- ψάχνω να αγοράσω (I am looking to buy)
单词 | αγοράσω |
释义 | αγοράσω |
随便看 |
|
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。