αγκομαχητό
Greek
Pronunciation
- IPA(key): [aŋɡomaçiˈto]
- Hyphenation: α‧γκο‧μα‧χη‧τό
Noun
αγκομαχητό • (agkomachitó) n (plural αγκομαχητά)
- panting, heavy breathing
- shortness of breath
- death rattle
Declension
declension of αγκομαχητό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγκομαχητό • | αγκομαχητά • |
genitive | αγκομαχητού • | αγκομαχητών • |
accusative | αγκομαχητό • | αγκομαχητά • |
vocative | αγκομαχητό • | αγκομαχητά • |
Synonyms
- (wheezing, death rattle): αγκομάχημα n (agkomáchima)
- (wheezing): αγκούσα f (agkoúsa)
Related terms
- αγκομαχώ (agkomachó, “to pant, to gasp”)