αγκολέζικος
Greek
Alternative forms
- ανγκολέζικος (angkolézikos)
Adjective
αγκολέζικος • (agkolézikos) m (feminine αγκολέζικη, neuter αγκολέζικο)
- Angolan (of or pertaining to Angola or its people)
Declension
declension of αγκολέζικος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγκολέζικος | αγκολέζικη | αγκολέζικο | αγκολέζικοι | αγκολέζικες | αγκολέζικα |
genitive | αγκολέζικου | αγκολέζικης | αγκολέζικου | αγκολέζικων | αγκολέζικων | αγκολέζικων |
accusative | αγκολέζικο | αγκολέζικη | αγκολέζικο | αγκολέζικους | αγκολέζικες | αγκολέζικα |
vocative | αγκολέζικε | αγκολέζικη | αγκολέζικο | αγκολέζικοι | αγκολέζικες | αγκολέζικα |
Related terms
- see: Αγκόλα f (Agkóla, “Angola”)